- κρημνοβάτης
- κρημνοβάτηςclimber of steepsmasc nom sgκρημνοβατέωhaunt precipicesimperf ind act 2nd sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κρημνοβάτης — ο (AM κρημνοβάτης, Α δωρ. τ. κρημνοβάτας) αυτός που αναρριχάται ή που ζει σε γκρεμούς μσν. αρχ. αυτός που λέει μεγάλα λόγια, στομφώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρημνός + βάτης (< βαίνω), πρβλ. σχοινο βάτης, υπνοβάτης] … Dictionary of Greek
κρημνοβάται — κρημνοβάτης climber of steeps masc nom/voc pl κρημνοβάτᾱͅ , κρημνοβάτης climber of steeps masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρημνοβάταν — κρημνοβάτᾱν , κρημνοβάτης climber of steeps masc acc sg (epic doric aeolic) κρημνοβάτης climber of steeps masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-βάτης — β συνθετικό ουσιαστικών της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής που προέρχεται από το ρ. βαίνω και εμφανίζει σημαντική παραγωγική δύναμη. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Αντιστρόφου Λεξικού της Νέας Ελληνικής του Γ. Κουρμούλη (σ. 753), έναντι 85… … Dictionary of Greek
κρημνοβασία — η [κρημνοβάτης] η αναρρίχηση σε απόκρημνους τόπους … Dictionary of Greek
κρημνοβατώ — (Α κρημνοβατῶ, έω) [κρημνοβάτης] βαδίζω σε απόκρημνους τόπους («αἶγες κρημνοβατεῑν εἰθισμέναι», Λόγγ.) … Dictionary of Greek